Αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά που χωράνε στην
αγκαλιά του παιχνιδιού.
Κάθε καλοκαίρι, μόλις έκλειναν τα σχολεία στην
Αθήνα, η μάνα μας φόρτωνε στο καράβι, εμένα και την αδερφή μου την Πόπη και
κατεβαίναμε στο Καρύδι, το χωριό της στην Κρήτη. Μικρό χωριουδάκι, κουρνιασμένο
στους λόφους, με αυλές γεμάτες κληματαριές και λουλούδια και σοκάκια που μύριζαν χώμα και γιασεμί.
Εκεί μας περίμεναν η ξαδέρφη μας η Αριστέα και ο
αδερφός της, ο Μανώλης. Ο Γιώργης με τον Γιάννη, τα αδέλφια από το πάνω στενό.
Μαζί μας ήταν και ο φίλος μας ο Γιώργος με τον αδερφό του τον Θεόφιλο, που έρχονταν
από το Ηράκλειο με την οικογένειά τους. Ήμασταν παρέα δεμένη, φασαριόζικη,
γεμάτη ζωή.
Το αγαπημένο μας παιχνίδι; Τα Μήλα. Δύο
παιδιά στις άκρες με μια μπάλα, οι υπόλοιποι στη μέση, να αποφεύγουμε τα
χτυπήματα. Τρέχαμε, φωνάζαμε, πέφταμε κάτω και ξανασηκωνόμασταν. Το παιχνίδι
δεν σταματούσε ποτέ πριν δύσει ο ήλιος. Κι όταν χανόταν πίσω απ’ το βουνό,
μετρούσαμε τα χτυπήματα στα γόνατα και τα γέλια μας.
Κι εκεί, κάθε μέρα, μαζί μας ήταν και η Ανιώ.
Η Ανιώ δεν ήταν παιδί, τουλάχιστον όχι στην
ηλικία. Ήταν σαράντα πέντε χρονών, μα στα δικά μας μάτια δεν είχε ηλικία. Με το
συνδρομικό της πρόσωπο και τη βαριά νοητική στέρηση, και ένα χαμόγελο που δεν
έσβηνε ποτέ. Φορούσε πάντα ένα κόκκινο φουστάνι και τα μαύρα μαλάκια της κομμένα
καρέ. Μιλούσε με τον δικό της τρόπο, περπατούσε αλλιώτικα, και γελούσε με την
ψυχή της. Την αγαπούσαμε.
Όχι γιατί την λυπόμασταν, ούτε γιατί «έπρεπε».
Αλλά γιατί ήταν η Ανιώ. Ερχόταν στο παιχνίδι όπως ερχόμασταν κι εμείς. Έτρεχε
με το δικό της ρυθμό, πετούσε τη μπάλα όπου τύχαινε, και όταν γελούσε, λες και
γελούσαν οι πέτρες του δρόμου μαζί της.
Η Ανιώ μας είχε όμως και
έναν... μυστικό έρωτα. Τον θείο μου Βασίλη. Όταν τη ρωτούσαμε πειραχτικά:
– «Ποιον αγαπάς, Ανούλα;»
Απαντούσε πάντα το ίδιο,
με μάτια που έλαμπαν:
– «Τον Βασίλη του Μανώλη!» με την ιδιαίτερη
προφορά της και το χτύπημα των χεριών της από χαρά.
Ένα καλοκαίρι ήρθαν στο χωριό δύο παιδιά από
αλλού. Οι γονείς τους δούλευαν προσωρινά στον τρύγο εκεί κοντά και τα είχαν
φέρει μαζί τους. Ήταν λίγο μαζεμένα στην αρχή, αλλά όταν τους καλέσαμε να
παίξουν μήλα, ήρθαν. Ξεκινήσαμε το παιχνίδι όπως πάντα, και σε λίγο κατέφτασε η
Ανιώ. Έτρεξε να μπει κι αυτή στον κύκλο. Και τότε, ένα από τα ξένα παιδιά
γύρισε με ξινισμένο ύφος:
– «Ε, τι κάνει αυτή εδώ; Διώχτε τη!»
Όλος ο κόσμος πάγωσε για μια στιγμή. Η Πόπη γύρισε
και τον κοίταξε στα μάτια.
– «Ποια να διώξουμε;»
– «Αυτή… είναι χαζή. Είναι καθυστερημένη», είπε με
ένα χαμόγελο ειρωνικό.
Δεν φωνάξαμε. Δεν εξαγριωθήκαμε. Απλώς, μιλήσαμε
όλοι μαζί. Με μία φωνή.
– «Δεν είναι χαζή. Δεν είναι καθυστερημένη. Είναι η Ανιώ.»
Ακολούθησε σιωπή. Και
μετά, ο Μανώλης με σταθερή φωνή:
– «Αν θέλετε να παίξετε μαζί μας, η Ανιώ παίζει.
Αν όχι, δεν πειράζει. Μπορείτε να φύγετε.»
Τα ξένα παιδιά
κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Και τελικά είπαν:
– «Εντάξει… ας παίξει κι αυτή.»
Και έπαιξε. Έπαιξε όπως πάντα. Με χαρά. Με τα δικά
της λάθη, τα δικά της πατήματα, με την παιδική της ψυχή. Και τα άλλα παιδιά, σιγά σιγά, τη συνήθισαν.
Τη δέχτηκαν. Και ίσως, τη θαύμασαν λίγο. Γιατί είδαν πώς τη φωνάζαμε. Πώς
γελούσαμε μαζί της. Πώς τη βοηθούσαμε χωρίς να την κάνουμε να νιώσει λιγότερη.
Πώς την αγαπούσαμε. Και στο τέλος, όταν έπεσε το φως κι η μπάλα ξέφυγε στο
ρέμα, είδα το παιδί που την είχε διώξει, να τη βοηθάει να σηκωθεί απ’ το χώμα. Χωρίς λόγια. Με φυσικότητα. Όπως κάνεις σε κάποιον... δικό σου.
Εκείνο το καλοκαίρι μας έμαθε κάτι που κανείς
μεγάλος δεν μας είχε διδάξει. Το πιο μεγάλο νόημα του παιχνιδιού δεν είναι το
ποιος κερδίζει ή ποιος τρέχει πιο γρήγορα. Είναι το ίδιο το παιχνίδι. Μια
μεγάλη αγκαλιά που να μας χωράει όλους. Η Ανιώ, με το κόκκινο φουστάνι και το
όνειρό της να παντρευτεί τον Βασίλη, δεν ήταν ούτε "χαζή", ούτε
"περίεργη". Ήταν η ψυχή του παιχνιδιού.
Πολλά χρόνια πέρασαν από τότε. Οι αυλές άδειασαν,
οι φωνές χαμήλωσαν. Κάποιοι έφυγαν, κάποιοι μεγάλωσαν. Η Ανιώ δεν είναι πια
κοντά μας — το ξέρουμε, έφυγε όπως έζησε: ήσυχα και με αγάπη. Αλλά κάθε φορά που
βλέπω παιδιά να πετούν μια μπάλα στα μήλα,
ακούω μια φωνή μέσα μου να γελά και να λέει:
– «Τον Βασίλη του Μανώλη!»
Και ξέρω πως το παιχνίδι συνεχίζεται.
Σταυρούλα Δεκούλου
Ειδική Γραμματέας Δ.Σ. Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών